Ούτος ο ΄Οσιος Πατήρ ημών Αυξέντιος, Αλαμάνος,
το γένος ως η περί αυτού ιστορία δηλοί....στρατεία
και πολέμοις δους ευατόν, σφόδρα ευδοκήμησε και
τοις μεν πολεμίοις φοβερότατος, τοις δε συν αυτώ
ούσοι στρατιώταις, ήμερος, προσηνής, και
ποθεινότατος ανεδείχθη, έκ τινος δε θειοτέρας
θεωρίας ως φασί περί αυτού τον κόσμον ηρνήσατο,
και τα τούτου τερπνά και δόξαν άπασαν....όθεν
και τοις συν αυτώ (τριακόσιοι γαρ ήσαν οι υπ
αυτόν τεταγμένοι στρατιώται).. εύρεν άπαντας
πειθηνίους... και φθάσαντες εν τίνι αιγιαλώ,
κακείσε πλοίον τινά ευρών, και τούτου επιβάς συν
άμα τοις προλεχθείσι στρατιώται την περίφημον
Κύπρον κατέλαβε Θεού οδηγία... οι μεν στρατιώται
διεσπάρησαν...έκαστος κατοικείν ηρετήσατο, του
μονήρους βίου... Ο ΄Οσιος Πατήρ ημών Αυξέντιος,
την Κάρπασον ούτω λεγομένην χώραν κατέλαβεν,
έστι δ αύτη μέρος τι της Νήσου Κύπρου, και εις
σπήλαιον ευρών εις τινα τόπον Ιούτιον, ούτω παρά
τοις εγχωρίοις καλούμενον εν αυτώ κατώκησεν,
άκρα δε νηστεία και σκληραγωγία δους ευατόν, έως
ου την ψυχή και το Σώμα των παθών καθάρας, ναόν
του Αγίου Πνεύματος απηργάσατο.....χαρίσματα
ιαμάτων παρ αυτού εδέξατο, και θαυμάτων ουκ
ολίγων αυτουργός εγεγόνει.... Χρόνον τοίνυν
ικανόν διαρκέσας εν τω προλεχθέντι άντρω, εν
ειρήνη ανεπαύσατο. .. ετών ουκ ολίγων, ευρέθη το
΄Αγιον αυτού Λείψανον, εν ω είρηται άντρω, μύρα
βρύων και θαυμασίας οσμής πληρούμενον, παρά
τινών πιστών εκ κώμης και ναυτοκώμης, (υπήρχον
γαρ μεμιγμένοι εκ των δύο τούτων χωρίων,) όθεν
και έρις ουκ ολίγη μεταξύ των ανδρών αναφύη,
ποίοι δηλονότι εξ αυτών λαβείν είχον εν τούτοις
οι μεν ουν της ναυτοκώμης έλεγον, ημίν εστι
δίκαιον, λαβείν αυτό, ότι και πλησίον της
ημετέρας κώμης ευρέθη, οι δε της κώμης πάλιν
αντέλεγον, ουχί αλλ ημείς ληψόμεθα αυτό εν τη
ημετέρα κώμη, ότι και πλείστοι εσμέν οι
εντυχόντες τούτου. Τούτων εχόντων ήρεσεν αυτοίς
εκ συμφώνου, κομίσαι άμαξαν και βόας, ένα εκ της
μιάς, έτερον δ εκ της ετέρας κώμης και εν αυτή
τοποθετήσαι, το Ιερόν και Σεβάσμιον Λείψανον,
είθ ούτως απολύσαι τους βόας μόνους, αυτού του
οδηγούντος, ίνα πορευθώσιν όποι αν οδηγηθοίεν,
υπ αυτής της άνωθεν προνοίας, τη του Οσίου
ευχή, όπερ και ποιήσαντες κατεπαύσαντο της
έριδος. Ήγαγον ουν την άμαξαν, και επιθήσαντες
επ αυτή, το Ιερόν και ευωδέστατον του Οσίου
Λείψανον, έτι σώον και αδιάφθορον, φέροντες δε
και τους βόας, τη αμάξη σύζευξαν, είτα
απολύσαντες αυτούς οδηγού αμοιρούντος επορεύοντο
οι δε άνδρες συνεπορεύοντο αυτοίς, ήλθον ουν έως
ου έφθασαν εν ω τόπω νυν οράται, ο Ναός του
Οσίου ωκοδομημένος. Και φθάσαντες, ω των
θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ, έστησαν οι βόες
ακίνητοι, και ηρεμούντες, ιδόντες δε οι λαοί το
παράδοξον του θαύματος, επάραντες τας φωνάς
αυτών έλεγον, το Κύριε ελέησον, επί ώραν ικανήν,
καθελόντες δε το σεβασμιώτατον Λείψανον της
αμάξης, ήγειραν Ναόν περικαλλή και ωραιότατον,
εις δόξαν του Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος,
του ενός τη φύσει Θεού, του και τον ΄Οσιον
θαυμαστώσαντος...
Ο Ξ. Π. Φαρμακίδης,
σχετικά με τον ΄Αγιο Αυξέντιο και το Γιούτι
γράφει στα Κυπριακά Χρονικά έτος Γ΄ τεύχ. Γ΄
Μαρτ. 1925.