 |
Η Ναυτοκώμη καταστράφηκε από
τους πειρατές και τους Σαρακηνούς
κουρσάρους. Οι κάτοικοι που γλίτωσαν από
αυτή την καταστροφή, μετοίκισαν και αυτή
στην Επτακώμη. ΄Υστερα από καιρό οι κάτοικοι
των γύρω περιοχών και οι επισκέπτες από την
Επτακώμη και την Κώμη Κκεπήρ, έβλεπαν να
βλαστούν αρωματικά λουλούδια, στο μέρος
όπου, κατά την παράδοση, έζησε ο ΄Αγιος
Αυξέντιος. ΄Ολόκληρη η περιοχή ευωδίαζε από
ένα αγνό άρωμα. |
Οι κάτοικοι απεφάσισαν να σκάψουν στο μέρος
εκείνο, μήπως βρουν τον τάφο του αγίου και, ω
του θαύματος, βρήκαν την σπηλιά και το άγιο
λείψανό του. Δεν δυσκολεύτηκαν να το
αναγνωρίσουν. Η ευωδία
και το μύρο που ξεχύθηκε ήταν χαρακτηριστική. Ο
πόθος των κατοίκων και των δύο χωριών να
μεταφέρουν το θησαυρό που βρήκαν στο χωριό τους
για να τον έχουν πάντα κοντά τους, σκόνταψε στο
πού να τον μεταφέρουν. Και τα δυο χωριά τον
απαιτούσαν. Κανένα δεν υποχωρούσε. Η χαρά που
γέμισε τις καρδιές με την εύρεση του λειψάνου,
χάθηκε για μια στιγμή και τη θέση της πήρε μια
ζωηρή συζήτηση, που απειλούσε να εξελιχθεί σε
επικίνδυνη φιλονικία. Τη στιγμή εκείνη μια
πρόταση από κάποιον έδωκε τη διέξοδο και τη λύση
στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε: Να δώσουμε ένα
βόδι το ένα χωριό και ένα βόδι το άλλο. Να τα
ζέψουμε σ ένα αμάξι, στο οποίο να βάλουμε το
άγιο λείψανο και όπου σταματήσουν τα βόδια, εκεί
να κτίσουμε έναν ναό και να το αποθέσουμε μέσα,
είπε η φωνή. Αυτό και έγινε. Τα βόδια έσυραν το
αμάξι και σταμάτησαν στην Κώμη Κκεπήρ. Εκεί
εναποτέθηκε το άγιο λείψανο. Στην εκκλησία, που
χτίστηκε από τους κατοίκους της Κώμης Κκεπήρ,
υπήρχε η κάρα του μέχρι το 1974, για να θυμίζει
σ όλους τη δύναμη της εγκράτειας και της ηθικής
καθαρότητας, την ανυπέρβλητη δύναμη της αρετής.
Κάθε χρόνο στις 28 Σεπτεμβρίου γινόταν μεγάλη
θρησκευτική πανήγυρης στην Κώμη Κκεπήρ. Επίσης
κάθε χρόνο στις 14 Φεβρουαρίου γινόταν
λειτουργία στο σπήλαιο του Αγίου Αυξεντίου. ΄Οταν
είχαμε ανομβρίες πήγαινε ο ιερέας και οι πιστοί
από τις δύο κοινότητες και τελούσαν λειτουργία
στον τάφο του αγίου Αυξεντίου. Οι Ακολουθίες
των οσίων Αναστασίου, Χαρίτωνος, Αυξεντίου και
Κενδέα, οι οποίες εκδόθηκαν με έξοδα του
Μακαριοτάτου Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, στην
Ενετία το έτος 1779, σελίδα 33-34 αναφέρουν: |